- στρατεία
- και ιων. τ. στρατηΐη, ἡ, Α [στρατεύω]1. εκστρατεία («ἐποιέετο στρατηΐην ἐς Καππαδοκίην», Ηρόδ.)2. στρατοπέδευση3. στράτευση4. στρατιωτική αγωγή5. στρατιωτικό υπούργημα, αξίωμα6. σπαν. στρατιά7. στον πληθ. αἱ στρατεῑαιο πόλεμος8. φρ. α) «ἀπὸ στρατείας» — μετά από εκστρατεία, κατά την επιστροφή από εκστρατεία (Αισχύλ.)β) «κατὰ τὴν στρατείαν» — κατά τον καιρό εκστρατείας (Θουκ.)γ) «εἰς στρατείαν ἄγειν» — το να οδηγεί κανείς στρατό σε εκστρατεία (Ευρ.)δ) «ἐπὶ στρατείας (εἶναι)» και «ἐν στρατείᾳ (εἶναι)» — το να βρίσκεται κανείς σε εκστρατείαε) «παραγγέλλειν τινὶ στρατείαν κατὰ γῆν» — λεγόταν για να δηλωθεί η προπαρασκευή εκστρατείας στην ξηρά (Ξεν.)στ) «ἐξιέναι στρατείας» — το να εκστρατεύει κανείς (Θουκ.)ζ) «στρατείαν συνεξελθεῑν» — το να εκστρατεύει κανείς μαζί με άλλον (Θουκ.)η) «στρατεία έκ καταλόγου γίγνεται» — στρατός που συγκροτείται από τον κατάλογο τών στρατεύσιμων και ο οποίος πρόκειται να εκστρατεύσει (Αριστοτ.)θ) «οἴκοι καὶ στρατείας» — στην πατρίδα και στην εκστρατεία (Πλάτ.)ι) «στρατεία ἡ ἐν τοῑς μέρεσιν» — εκστρατεία με σκοπό την άσκηση τών νέων που υπηρέτησαν ως περίπολο (Αισχίν.)ια) «ἀφημένος στρατείας» — απαλλαγμένος από τη στρατιωτική υπηρεσία (Πλάτ.)ιβ) «στρατεία ἐν τοῑς ἐπωνύμοις» — στρατολογία που συγκροτείται από εκείνους που όφειλαν να υπηρετήσουν ως στρατιώτες κατά τα έτη τών διαφόρων επώνυμων αρχόντων (Αρποκρ.).
Dictionary of Greek. 2013.